- ἑταιριστής
- ἑταιριστήςlewd manmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εταιριστής — ο, θηλ. εταιρίστρια (ΑΜ ἑταιριστής, θηλ. ἑταιρίστρια) [εταιρίζω] νεοελλ. 1. αυτός που είναι μέλος κάποιας εταιρείας 2. ο φιλικός, ο μυημένος στα πράγματα τής Φιλικής Εταιρείας αρχ. 1. ο ασελγής άνθρωπος 2. το θηλ. ἡ ἑταιρίστρια η ομοφυλόφιλη… … Dictionary of Greek
εταιριαστής — ἑταιριαστὴς και ἑταιριστής, ὁ (Μ) [εταιριάζω] στον πληθ. ἑταιριασταί επίθ. που δόθηκε στους χριστιανούς και τους μωαμεθανούς («ὅτι ἑταῑρον Θεῷ προήγαγον, λέγοντες εἶναι τὸν Χριστὸν υἱὸν τοῡ θεοῡ», Νικ. Χων.) … Dictionary of Greek